Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Ο ελληνικός μύθος της λιτότητας

Για τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ψηφοφόρους του, ο πολιτικός μήνας του μέλιτος, θα είναι σύντομος, γράφει ο Daniel Gros. Η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας πρέπει να προσπαθήσει να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της ότι της αξίζει περισσότερη υποστήριξη. Γιατί τα πράγματα, αυτή τη φορά είναι, πράγματι, διαφορετικά.
Ο ελληνικός μύθος της λιτότητας    του Daniel Gros*                
Μετά την νίκη του αντιμνημονιακού κόμματος ΣΥΡΙΖΑ στις ελληνικές εκλογές, το «ελληνικό πρόβλημα» έχει κατακλύσει τις αγορές και τους ρυθμιστές σε όλη την Ευρώπη. Κάποιοι φοβούνται ότι θα επιστρέψουμε στην αγωνία του 2012, όταν πολλοί πίστευαν ότι θα επέλθει χρεοκοπία και έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Οπως τότε, υπάρχει ο φόβος ότι η ελληνική κρίση χρεών θα αποσταθεροποιήσει -και ίσως γκρεμίσει- την ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση. Αυτή τη φορά όμως, τα πράγματα είναι πράγματι διαφορετικά.
Μια μεγάλη διαφορά είναι τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα. Στα δύο τελευταία χρόνια, οι υπόλοιπες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας απέδειξαν ότι έχουν την δυνατότητα προσαρμογής, μειώνοντας τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα, αυξάνοντας τις εξαγωγές και καταφέρνοντας πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, οπότε και μειώνοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες. Πράγματι, η Ελλάδα είναι η μόνη που επίμονα σέρνει τα πόδια της στις μεταρρυθμίσεις και παραμένει σε μηδαμινή εξαγωγική δραστηριότητα.
Πρόσθετη ασπίδα για τις περιφερειακές χώρες αποτελεί το σχέδιο της ΕΚΤ για αγορές κρατικών ομολόγων. Μολονότι η γερμανική κυβέρνηση δεν εγκρίνει το quantitative easing, θα πρέπει να είναι ευγνώμων προς την ΕΚΤ που καλμάρισε τις αγορές. Ετσι η Γερμανία μπορεί να κρατήσει την σκληρή της στάση έναντι των ελληνικών απαιτήσεων για μεγάλη διαγραφή του χρέους και λήξη της λιτότητας, χωρίς να φοβάται μια ταραχή στις αγορές όπως το 2012, που η ευρωζώνη δεν είχε άλλη επιλογή παρά να διασώσει την Ελλάδα.
Στην ουσία, και οι δύο ελληνικές απαιτήσεις βασίζονται σε μια παρεξήγηση. Κατ’αρχήν ο ΣΥΡΙΖΑ, και άλλοι, ισχυρίζονται ότι το ελληνικό χρέος, στο ογκώδες 170% του ΑΕΠ, είναι αφόρητο και πρέπει να ελαφρύνει. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο τμήμα του συνολικού χρέους της χώρας είναι επίσημο χρέος, η κυβέρνηση ζητεί την μείωσή του.
Στην πραγματικότητα οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας, έχουν προσφέρει στην χώρα αρκετά μεγάλες περιόδους χάριτος και αρκετά χαμηλά επιτόκια, που καθιστούν ανεκτό το δανειακό βάρος. Η Ελλάδα εντέλει δαπανά λιγότερα απ’όσο η Ιταλία ή Ιρλανδία για την εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ και οι δύο χώρες έχουν πολύ χαμηλότερο (καθαρό) συντελεστή χρέους επί του ΑΕΠ. Καθώς οι πληρωμές για το επίσημο ελληνικό χρέος καταλαμβάνουν μόλις το 1,5% του ΑΕΠ, δεν είναι το πρόβλημα η εξυπηρέτηση του χρέους.
Το συγκριτικά χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, αναιρεί και τα επιχειρήματα στο αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ να λήξει η λιτότητα. Το πιο πρόσφατο πρόγραμμα διάσωσης από την τρόικα, που ξεκίνησε το 2010, προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα προϋπολογισμού (που δεν περιλαμβάνει τις πληρωμές τόκων) στο 4% του ΑΕΠ φέτος. Το μέγεθος θα είναι ελαφρώς υψηλότερο από όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι πληρωμές τόκων, κι έτσι θα επιτραπεί στην Ελλάδα να αρχίσει επιτέλους να μειώνει το χρέος της.
Το επιχείρημα της νέας ελληνικής κυβέρνησης ότι ο στόχος είναι παράλογος, δεν ευσταθεί. Στο κάτω – κάτω, όταν αντιμετώπισαν υπερβολικά υψηλό επίπεδο χρέους άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως το Βέλγιο από το 1995, η Ιρλανδία από το 1991 και η Νορβηγία από το 1999), κατάφεραν να συντηρήσουν ανάλογα πλεονάσματα επί τουλάχιστον 19 χρόνια έκαστη, κατά κανόνα στον απόηχο μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Βεβαίως, είναι λογικό το επιχείρημα ότι η λιτότητα στην ευρωζώνη υπήρξε ακραία και ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα έπρεπε να είναι πολύ μεγαλύτερα για να συντηρηθεί η ζήτηση. Αλλά μόνο οι κυβερνήσεις που έχουν πρόσβαση στις αγορές, μπορούν να χρησιμοποιήσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για να τονώσουν την ζήτηση. Στην Ελλάδα, οι αυξημένες δαπάνες θα έπρεπε να χρηματοδοτηθούν μέσω δανεισμό από ένα ακόμη ή πολλούς ακόμη θεσμούς.
Για τον ίδιο λόγο, είναι ανέντιμος ο ισχυρισμός ότι η τρόικα υποχρέωσε την Ελλάδα σε υπερβολική λιτότητα. Αν δεν είχε λάβει η Ελλάδα χρηματοπιστωτική βοήθεια το 2010, θα έπρεπε να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα, από 10% του ΑΕΠ και άνω στο μηδέν, άμεσα. Χρηματοδοτώντας διαρκώς ελλείμματα έως το 2013, η τρόικα στην ουσία έδωσε στην Ελλάδα την δυνατότητα να καθυστερήσει την λιτότητα.
Φυσικά, η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη χώρα που ζητεί έκτακτη χρηματοδότηση για να καθυστερήσει τις περικοπές και μετά διαμαρτύρεται ότι οι περικοπές είναι υπερβολικές, όταν περάσει το χειρότερο. Είναι κάτι που συμβαίνει συχνά όταν η κυβέρνηση αποκτήσει πρωτογενές πλεόνασμα. Οταν η κυβέρνηση μπορεί να χρηματοδοτήσει τις τρέχουσες δαπάνες μέσω φόρων –και ίσως ακόμη να αυξήσει τις δαπάνες, αν δεν έχει να πληρώνει τόκους- αυξάνεται ο πειρασμός απαξίωσης του χρέους. Ήταν ευρέως αναμενόμενο ότι η Ελλάδα θα μπει στον πειρασμό να το κάνει, όταν ακόμη ξεκίνησε το πρόγραμμα της τρόικα. Πέρσι, ο σημερινός υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης, επιβεβαίωσε τις προβλέψεις, όταν ισχυρίστηκε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα δώσει στην Ελλάδα το πάνω χέρι σε τυχόν διαπραγματεύσεις για αναδιοργάνωση του χρέους, γιατί θα μπορούσε να αναστείλει τις αποπληρωμές προς την τρόικα, χωρίς να αντιμετωπίσει χρηματοπιστωτικά προβλήματα.
Η προσέγγιση αυτή θα ήταν εσφαλμένη. Το πρακτικό πρόβλημα για την Ελλάδα τώρα, δεν είναι η βιωσιμότητα ενός χρέους που λήγει σε 20-30 χρόνια κι έχει πολύ χαμηλά επιτόκια. Το πραγματικό πρόβλημα είναι οι λίγες πληρωμές προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ που λήγουν φέτος, πληρωμές που η νέα κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να κάνει.
Για να τηρήσει όμως αυτή την υπόσχεση (και να αυξήσει τις προσλήψεις εργαζόμενων), η Ελλάδα θα χρειαστεί περισσότερη χρηματοπιστωτική στήριξη από τους εταίρους της στην ευρωζώνη. Επιπλέον, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας θα χρειαστεί τη στήριξη από την ΕΚΤ.
Με άλλα λόγια, η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας πρέπει να προσπαθήσει να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της ότι της αξίζει περισσότερη χρηματοοικονομική υποστήριξη, ενώ παράλληλα θα πιέζει για μείωση του υπάρχοντος χρέους και θα αντιστέκεται στις πολιτικές λιτότητας που ήταν η προϋπόθεση για τον προηγούμενο δανεισμό.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ψηφοφόρους του, ο πολιτικός μήνας του μέλιτος, θα είναι σύντομος.

*Ο Daniel Gros είναι Διευθυντής του Center for European Policy Studies κι έχει εργαστεί στο ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μεταξύ άλλων. 

πηγή: EURO2day.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου